Unload - ορισμός. Τι είναι το Unload
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Unload - ορισμός


unload         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Unload; Loading (disambiguation)
¦ verb
1. remove a load from.
remove (goods) from a vehicle, ship, etc.
2. informal get rid of (something unwanted).
give expression to (oppressive thoughts).
3. remove (ammunition) from a gun or (film) from a camera.
Derivatives
unloader noun
unload         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Unload; Loading (disambiguation)
v. (D; tr.) to unload from (to unload cargo from a ship)
unload         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Unload; Loading (disambiguation)
(unloads, unloading, unloaded)
1.
If you unload goods from a vehicle, or you unload a vehicle, you remove the goods from the vehicle, usually after they have been transported from one place to another.
Unload everything from the boat and clean it thoroughly...
They were reported to be unloading trucks filled with looted furniture.
VERB: V n from n, V n
2.
If someone unloads investments, they get rid of them or sell them. (BUSINESS)
Since March, he has unloaded 1.3 million shares.
VERB: V n
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Unload
1. Some governments eventually unload their properties.
2. Fire officials worry that manufacturers will try to unload the lighters in the U.S.
3. Mark Felt ... If we move on him, he‘ll go out and unload everything.
4. "FEMA would not let the trucks unload," he told the newspaper.
5. Koor expected to unload Elisra onto Tadiran in return for the latter‘s cash reserves.